Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

δύναται γάρ

См. также в других словарях:

  • Οὐκ ἔτι γὰρ δύναται τετυγμένον εἶναι ἄτυχτον. — См. Что о том тужить, чего нельзя воротить …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • παντοδυναμία — Το να είναι κανείς παντοδύναμος, το να μπορεί να κάνει τα πάντα. Ο όρος π. χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στις μονοθεϊστικές θρησκείες για να εξαρθεί η δύναμη του ενός θεού. Στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη είναι συχνή η υπενθύμιση της π. του Θεού.… …   Dictionary of Greek

  • Kleobulos — Statue des Kleobulos von Lindos Kleobulos von Lindos, griech. Κλεόβουλος ὁ Λίνδιος oder Κλεόβουλος ὁ Ῥοδίος, war im 6. Jahrhundert v. Chr. der Tyrann von Lindos (einer bedeutenden Hafenstadt auf der griechischen Insel Rhodos). Kleobulos galt… …   Deutsch Wikipedia

  • Kleobulos von Lindos — Kleobulos von Lindos, griech. Κλεόβουλος ὁ Λίνδιος oder Κλεόβουλος ὁ Ῥοδίος, war im 6. Jahrhundert v. Chr. der Tyrann von Lindos (einer bedeutenden Hafenstadt auf der griechischen Insel Rhodos). Kleobulos galt anders als spätere Tyrannen nicht… …   Deutsch Wikipedia

  • ИСИДОР ПЕЛУСИОТ — [греч. ᾿Ισίδωρος ὁ Πηλουσιώτης] (между 350 и 360 между 435 и 440), прп. (пам. 4 февр.), экзегет и богослов, автор писем экзегетического и нравоучительного содержания. Жизнь Прп. Исидор Пелусиот. Фрагмент минейной иконы. Нач. XVII в. (ЦАК МДА) Прп …   Православная энциклопедия

  • χραισμώ — έω, Α (επικ. τ.) 1. απομακρύνω, αποκρούω κάτι το ολέθριο, το καταστρεπτικό για κάποιον («τῶν οὔ τις δύναται χραισμῆσαι ὄλεθρον», Ομ. Ιλ.) 2. προστατεύω 3. παρέχω βοήθεια, ωφελώ («καὶ γὰρ σοι ποταμός γε πάρα μέγας, εἰ δύναται τι χραισμεῑν», Ομ. Ιλ …   Dictionary of Greek

  • Hermanos de Jesús — Los hermanos de Jesús de Nazaret son mencionados en algunos pasajes del Nuevo Testamento, y, especialmente, en los evangelios canónicos (en concreto, 2 veces en el Evangelio de Mateo, 2 en el Evangelio de Marcos, 1 en el Evangelio de Lucas y 2 en …   Wikipedia Español

  • OBOLUS — Graece ὀβολὸς, nummi genus minutum. Nomen tulit, quod Atheniensium nummus Ὀβολὸς obelum in cusum ostentaverit: an potius a figura obeli, quam primitus habuit. Ita enim Eustathius in Il. α. Ὀβολὸν σιδήρου ἔλασμά τι ἔλεγον. χῆμα μὲν πῶς ἔχων ὀβολοῦ …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν …   Dictionary of Greek

  • περισσεύω — και περιττεύω ΝΜΑ και περ(ι)σσεύγω και περσεύω Ν [περισσός / περιττός] 1. πλεονάζω, ξεπερνώ τον απαιτούμενο ή τον κανονικό αριθμό, μένω ως υπόλοιπο («μύριοί εἰσιν τὸν ἀριθμόν, εἷς δὲ περισσεύει», Ησίοδ.) 2. είμαι υπερεπαρκής, αφθονώ, έχω… …   Dictionary of Greek

  • ИИСУС ХРИСТОС — [греч. ᾿Ιησοῦς Χριστός], Сын Божий, Бог, явившийся во плоти (1 Тим 3. 16), взявший на Себя грех человека, Своей жертвенной смертью сделавший возможным его спасение. В НЗ Он именуется Христом, или Мессией (Χριστός, Μεσσίας), Сыном (υἱός), Сыном… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»